- συνδικία
- η, ΝΑ [σύνδικος]νεοελλ.1. η δίκη ενός ατόμου ή η εκδίκαση τής υπόθεσής του μαζί, ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους2. το αξίωμα και τα καθήκοντα τού συνδίκου ή και το χρονικό διάστημα τής θητείας τουαρχ.υπεράσπιση ενός ατόμου ενώπιον δικαστηρίου, συνηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.